Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoffuscaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈmento] 1 σκοτασμός 2 σκοτεινάδα 3 σκοτίδιασμα 4 σκοτείνιασμα 5 βύθισμα στο σκοτάδι 6 μούχρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |