Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ofidìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ofiˈdizmo]

δηλητηρίαση από δάγκωμα φιδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ofidi ofiofago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

offuscato (επίθ.)
offuscatore (ουσ αρσ )
offuscatore (επίθ.)
oficleide (ουσ αρσ )
ofidi (ουσ αρσ πληθ.)
ofidismo (ουσ αρσ )
ofiofago (ουσ αρσ )
ofiolatria (θηλ.ουσ)
ofiologia (θηλ.ουσ)
ofisauro (ουσ αρσ )
ofite (θηλ.ουσ)
oftalmia (θηλ.ουσ)
oftalmico (επίθ.)
oftalmite (θηλ.ουσ)
oftalmologia (θηλ.ουσ)
oftalmologico (επίθ.)
oftalmologo (ουσ αρσ )
oftalmometria (θηλ.ουσ)
oftalmometro (ουσ αρσ )
oftalmoscopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---