Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoftalmìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oftalˈmia] 1 οφθαλμία 2 φλεγμονή οφθαλμού 3 πονόματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |