Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oggettivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [odʤettiˈvare]

1 εξωτερικεύω αντικειμενικά
2 αντικειμενοποιώ
3 καθιστώ αντικειμενικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oggettivamente oggettivazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oftalmoscopico (επίθ.)
oftalmoscopio (ουσ αρσ )
oftalmostato (ουσ αρσ )
oftalmotomia (θηλ.ουσ)
oggettivamente (επίρ.)
oggettivare (ρ. μτβ.)
oggettivazione (θηλ.ουσ)
oggettivismo (ουσ αρσ )
oggettivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oggettivistico (επίθ.)
oggettività (θηλ.ουσ)
oggettivo (επίθ.)
oggetto (ουσ αρσ )
oggettuale (επίθ.)
oggi (ουσ αρσ )
oggi (επίρ.)
oggidi (ουσ αρσ )
oggigiorno (επίρ.)
ogiva (θηλ.ουσ)
ogivale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---