Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ofìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oˈfite]

1 σερπεντίνης (ορυκτό)
2 οφίτης (βράχος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ofisauro oftalmia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ofidismo (ουσ αρσ )
ofiofago (ουσ αρσ )
ofiolatria (θηλ.ουσ)
ofiologia (θηλ.ουσ)
ofisauro (ουσ αρσ )
ofite (θηλ.ουσ)
oftalmia (θηλ.ουσ)
oftalmico (επίθ.)
oftalmite (θηλ.ουσ)
oftalmologia (θηλ.ουσ)
oftalmologico (επίθ.)
oftalmologo (ουσ αρσ )
oftalmometria (θηλ.ουσ)
oftalmometro (ουσ αρσ )
oftalmoscopia (θηλ.ουσ)
oftalmoscopico (επίθ.)
oftalmoscopio (ουσ αρσ )
oftalmostato (ουσ αρσ )
oftalmotomia (θηλ.ουσ)
oggettivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---