Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


offuscatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]

1 συσκευή μείωσης έντασης φωτός
2 αυτός ή αυτό που επισκιάζει
3 αυτός ή αυτό που σκοτεινιάζει

offuscatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]

1 που επισκιάζει
2 που σκοτεινιάζει
3 που μειώνει την ένταση φωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  offuscato oficleide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

off–shore, offshore (αρσ. επίθ και ουσ)
offuscamento (ουσ αρσ )
offuscare (ρ. μτβ.)
offuscarsi (ρ.μ. (αντων.))
offuscato (επίθ.)
offuscatore (ουσ αρσ )
offuscatore (επίθ.)
oficleide (ουσ αρσ )
ofidi (ουσ αρσ πληθ.)
ofidismo (ουσ αρσ )
ofiofago (ουσ αρσ )
ofiolatria (θηλ.ουσ)
ofiologia (θηλ.ουσ)
ofisauro (ουσ αρσ )
ofite (θηλ.ουσ)
oftalmia (θηλ.ουσ)
oftalmico (επίθ.)
oftalmite (θηλ.ουσ)
oftalmologia (θηλ.ουσ)
oftalmologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---