Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


offset  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔfset]

όφσετ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  offrirsi off–shore, offshore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

officio (ουσ αρσ )
officiosità (θηλ.ουσ)
officioso (επίθ.)
offrire (ρ. μτβ.)
offrirsi (ρ.μ. (αντων.))
offset (αρσ. επίθ και ουσ)
off–shore, offshore (αρσ. επίθ και ουσ)
offuscamento (ουσ αρσ )
offuscare (ρ. μτβ.)
offuscarsi (ρ.μ. (αντων.))
offuscato (επίθ.)
offuscatore (ουσ αρσ )
offuscatore (επίθ.)
oficleide (ουσ αρσ )
ofidi (ουσ αρσ πληθ.)
ofidismo (ουσ αρσ )
ofiofago (ουσ αρσ )
ofiolatria (θηλ.ουσ)
ofiologia (θηλ.ουσ)
ofisauro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---