Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


offensóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [offenˈsore]

1 επιτεθείς
2 κακούργος
3 επιτιθέμενος
4 επιδρομέας
5 παραβάτης
6 δράστης
7 κακεργέτης
8 εγκληματίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  offensivo offerente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

offa (θηλ.ουσ)
offendere (ρ. μτβ.)
offendibile (επίθ.)
offensiva (θηλ.ουσ)
offensivo (επίθ.)
offensore (ουσ αρσ )
offerente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
offerta (θηλ.ουσ)
offertorio (ουσ αρσ )
offesa (θηλ.ουσ)
offeso (αρσ. επίθ και ουσ)
office (ουσ αρσ )
officiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
officiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
officina (θηλ.ουσ)
officinale (επίθ.)
officio (ουσ αρσ )
officiosità (θηλ.ουσ)
officioso (επίθ.)
offrire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---