Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


offensìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [offenˈsivo]

προσβλητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  offensiva offensore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non essere offensivo! = μη λες βαριές κουβέντες!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ofelimità (θηλ.ουσ)
offa (θηλ.ουσ)
offendere (ρ. μτβ.)
offendibile (επίθ.)
offensiva (θηλ.ουσ)
offensivo (επίθ.)
offensore (ουσ αρσ )
offerente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
offerta (θηλ.ουσ)
offertorio (ουσ αρσ )
offesa (θηλ.ουσ)
offeso (αρσ. επίθ και ουσ)
office (ουσ αρσ )
officiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
officiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
officina (θηλ.ουσ)
officinale (επίθ.)
officio (ουσ αρσ )
officiosità (θηλ.ουσ)
officioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---