Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


odóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈdore]

η μυρωδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  odorato odorifero  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


odori [αρσ. πλυθ.] = (spezie) τα μυρωδικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odontotecnico (επίθ.)
odorare (ρ.αμτβ.)
odorare (ρ. μτβ.)
odorato (ουσ αρσ )
odorato (επίθ.)
odore (ουσ αρσ )
odorifero (επίθ.)
odorino (ουσ αρσ )
odorizzare (ρ. μτβ.)
odoroso (επίθ.)
Ofelia (κύρ.όν. θηλ.)
ofelimità (θηλ.ουσ)
offa (θηλ.ουσ)
offendere (ρ. μτβ.)
offendibile (επίθ.)
offensiva (θηλ.ουσ)
offensivo (επίθ.)
offensore (ουσ αρσ )
offerente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
offerta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---