Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόodóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈdore] η μυρωδιά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαodori [αρσ. πλυθ.] = (spezie) τα μυρωδικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |