ItalianoGreco


odoróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [odoˈroso], [odoˈrozo]

1 μυροβόλος
2 μοσχοβόλος
3 μυρωδάτος
4 ροδομύριστος
5 μυρωμένος
6 μοσχομυρισμένος
7 αρωματικός
8 ευωδιαστός
9 ευωδερός
10 εύοσμος
11 ευώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---