Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modernìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) modulàbile (επίθ.)
modernìstico (επίθ.) modulàre (επίθ.)
modernità (θηλ.ουσ) modulàre (ρ. μτβ.)
modernizzàre (ρ. μτβ.) modulàrio (ουσ αρσ )
modernizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) modularità (θηλ.ουσ)
modèrno (ουσ αρσ ) modulatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
modèrno (επίθ.) modulazióne (θηλ.ουσ)
modestaménte (επίρ.) mòdulo (ουσ αρσ )
modèstia (θηλ.ουσ) mòdus vivèndi (ουσ αρσ )
modèsto (επίθ.) moféta (θηλ.ουσ)
modicità (θηλ.ουσ) moffétta (θηλ.ουσ)
mòdico (επίθ.) mògano (αρσ. επίθ και ουσ)
modìfica (θηλ.ουσ) mògio (επίθ.)
modificàbile (επίθ.) móglie (θηλ.ουσ)
modificabilità (θηλ.ουσ) mogòl (ουσ αρσ )
modificàre (ρ. μτβ.) mohair (ουσ αρσ )
modificarsi (ρ.μ. (αντων.)) moicàno (αρσ. επίθ και ουσ)
modificatìvo (επίθ.) moiétta (θηλ.ουσ)
modificatóre (ουσ αρσ ) moìna (θηλ.ουσ)
modificatóre (επίθ.) moiré (αρσ. επίθ και ουσ)
modificazióne (θηλ.ουσ) moire (θηλ.ουσ)
modigliòne (ουσ αρσ ) mòka (ουσ αρσ και θηλ.)
modìsta (ουσ αρσ και θηλ.) mòla (θηλ.ουσ)
modisterìa (θηλ.ουσ) molàle (επίθ.)
mòdo (ουσ αρσ ) molalità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: