Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

instaurazióne (θηλ.ουσ) insulìna (θηλ.ουσ)
insterilìre (ρ. μτβ.) insulìnico (επίθ.)
instillàre (ρ. μτβ.) insulinìsmo (ουσ αρσ )
instillazióne (θηλ.ουσ) insulinoterapìa (θηλ.ουσ)
institóre (ουσ αρσ ) insulsàggine (θηλ.ουσ)
institòrio (επίθ.) insùlso (επίθ.)
instituìre (ρ. μτβ.) insultànte (επίθ.)
instradaménto (ουσ αρσ ) insultàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
instradàre (ρ. μτβ.) insultatóre (ουσ αρσ )
instradarsi (ρ.μ. (αντων.)) insultatóre (επίθ.)
insù (επίθ.) insùlto (ουσ αρσ )
insubordinatézza (θηλ.ουσ) insuperàbile (επίθ.)
insubordinàto (επίθ.) insuperabilità (θηλ.ουσ)
insubordinazióne (θηλ.ουσ) insuperàto (επίθ.)
insuccèsso (ουσ αρσ ) insuperbìre (ρ.αμτβ.)
insudiciàre (ρ. μτβ.) insuperbìre (ρ. μτβ.)
insudiciarsi (ρ.μ. (αντων.)) insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insufficiènte (επίθ.) insurrezionàle (επίθ.)
insufficiènza (θηλ.ουσ) insurrezióne (θηλ.ουσ)
insufflàre (ρ. μτβ.) insuscettìbile (επίθ.)
insufflatóre (ουσ αρσ ) insussistènte (επίθ.)
insufflazióne (θηλ.ουσ) insussistènza (θηλ.ουσ)
insulàre (ουσ αρσ και θηλ.) intabaccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insulàre (επίθ.) intabarràre (ρ. μτβ.)
insularità (θηλ.ουσ) intabarràrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: