Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrascàre (ρ. μτβ.) infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infrascarsi (ρ.μ. (αντων.)) infronzolàre (ρ. μτβ.)
infrascrìtto (επίθ.) infruttìfero (επίθ.)
infrasettimanàle (επίθ.) infruttuosità (θηλ.ουσ)
infrasonòro (επίθ.) infruttuóso (επίθ.)
infrastruttùra (θηλ.ουσ) infundìbolo (ουσ αρσ )
infrasuòno (ουσ αρσ ) infundibulifórme (επίθ.)
infrazióne (θηλ.ουσ) infunghìre (ρ.αμτβ.)
infreddàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) infungìbile (επίθ.)
infreddàrsi (ρ. μ. αμτβ.) infungibilità (θηλ.ουσ)
infreddàto (επίθ.) infuocàre (ρ. μτβ.)
infreddatùra (θηλ.ουσ) infuòri (επίρ.)
infreddoliménto (ουσ αρσ ) infurbìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infreddolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) infurbìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infreddolìrsi (ρ. μ. αμτβ.) infuriàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infreddolìto (επίθ.) infuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrequentàbile (επίθ.) infuriàto (επίθ.)
infrequènte (επίθ.) infusìbile (επίθ.)
infrequenteménte (επίρ.) infusibilità (θηλ.ουσ)
infrequènza (θηλ.ουσ) infusióne (θηλ.ουσ)
infrigidìre (ρ.αμτβ.) infùso (αρσ. επίθ και ουσ)
infrigidìre (ρ. μτβ.) infusòri (ουσ αρσ πληθ.)
infrigidirsi (ρ.μ. (αντων.)) infustìre (ρ. μτβ.)
infrolliménto (ουσ αρσ ) ingabbiaménto (ουσ αρσ )
infrollìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ingabbiàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: