Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infreddoliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infreddoliˈmento]

1 αγιάζι
2 κρύο
3 ψύχρα
4 ψύχος
5 κρυάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infreddatura infreddolire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infrazione (θηλ.ουσ)
infreddare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infreddarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infreddato (επίθ.)
infreddatura (θηλ.ουσ)
infreddolimento (ουσ αρσ )
infreddolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infreddolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
infreddolito (επίθ.)
infrequentabile (επίθ.)
infrequente (επίθ.)
infrequentemente (επίρ.)
infrequenza (θηλ.ουσ)
infrigidire (ρ.αμτβ.)
infrigidire (ρ. μτβ.)
infrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infrollimento (ουσ αρσ )
infrollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infrollirsi (ρ.μ. (αντων.))
infronzolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---