Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inettitùdine (θηλ.ουσ) infangàto (επίθ.)
inètto (ουσ αρσ ) infànta (θηλ.ουσ)
inètto (επίθ.) infànte (ουσ αρσ και θηλ.)
inevàso (επίθ.) infànte (ουσ αρσ )
inevitàbile (ουσ αρσ ) infànte (επίθ.)
inevitàbile (επίθ.) infanticìda (ουσ αρσ και θηλ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ) infanticìdio (ουσ αρσ )
inextremis (επίρ.) infantìle (επίθ.)
inèzia (θηλ.ουσ) infantilìsmo (ουσ αρσ )
infagottàre (ρ. μτβ.) infantilità (θηλ.ουσ)
infagottarsi (ρ.μ. (αντων.)) infànzia (θηλ.ουσ)
infaldàre (ρ. μτβ.) infarciménto (ουσ αρσ )
infaldatùra (θηλ.ουσ) infarcìre (ρ. μτβ.)
infallìbile (επίθ.) infarinàre (ρ. μτβ.)
infallibilità (θηλ.ουσ) infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamànte (επίθ.) infarinatùra (θηλ.ουσ)
infamàre (ρ. μτβ.) infàrto (ουσ αρσ )
infamarsi (ρ.μ. (αντων.)) infartuàto (αρσ. επίθ και ουσ)
infamatòrio (επίθ.) infastidìre (ρ. μτβ.)
infàme (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infàmia (θηλ.ουσ) infaticàbile (επίθ.)
infanatichìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) infaticabilità (θηλ.ουσ)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.)) infàtti (επίρ.)
infangàre (ρ. μτβ.) infatuàre (ρ. μτβ.)
infangarsi (ρ.μ. (αντων.)) infatuàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: