Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imboccatùra (θηλ.ουσ) imbottatóio (αρσ. επίθ και ουσ)
imbocciare (ρ.αμτβ.) imbottatùra (θηλ.ουσ)
imbócco (ουσ αρσ ) imbottavìno (ουσ αρσ )
imbolsiménto (ουσ αρσ ) imbótte (θηλ.ουσ)
imbolsìre (ρ.αμτβ.) imbottigliaménto (ουσ αρσ )
imboniménto (ουσ αρσ ) imbottigliàre (ρ. μτβ.)
imbonìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbottigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbonitóre (ουσ αρσ ) imbottigliàto (επίθ.)
imborghesiménto (ουσ αρσ ) imbottigliatóre (ουσ αρσ )
imborghesìre (ρ.αμτβ.) imbottigliatrìce (θηλ.ουσ)
imborghesìre (ρ. μτβ.) imbottìre (ρ. μτβ.)
imborghesirsi (ρ.μ. (αντων.)) imbottìta (θηλ.ουσ)
imborghesìto (επίθ.) imbottìto (αρσ. επίθ και ουσ)
imborsàre (ρ. μτβ.) imbottitùra (θηλ.ουσ)
imboscaménto (ουσ αρσ ) imbozzacchìre (ρ.αμτβ.)
imboscàre (ρ. μτβ.) imbozzàre (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.)) imbozzimàre (ρ. μτβ.)
imboscàta (θηλ.ουσ) imbozzimatùra (θηλ.ουσ)
imboscàto (αρσ. επίθ και ουσ) imbràca (θηλ.ουσ)
imboschiménto (ουσ αρσ ) imbracàre (ρ. μτβ.)
imboschìre (ρ.αμτβ.) imbracatóre (ουσ αρσ )
imboschìre (ρ. μτβ.) imbracatùra (θηλ.ουσ)
imboschirsi (ρ.μ. (αντων.)) imbracciàre (ρ. μτβ.)
imbossolàre (ρ. μτβ.) imbracciatùra (θηλ.ουσ)
imbottàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbrachettàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: