Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dazière (ουσ αρσ ) debordàre (ρ.αμτβ.)
dàzio (ουσ αρσ ) debòscia (θηλ.ουσ)
dèa (θηλ.ουσ) debosciàto (ουσ αρσ )
deambulàre (ρ.αμτβ.) debosciàto (επίθ.)
deambulatòrio (ουσ αρσ ) debuttànte (ουσ αρσ και θηλ.)
deambulazióne (θηλ.ουσ) debuttàre (ρ.αμτβ.)
deamicisiàno (επίθ.) debùtto (ουσ αρσ )
debbiàre (ρ. μτβ.) dèca (ουσ αρσ )
débbio (ουσ αρσ ) dèca (θηλ.ουσ)
debellàre (ρ. μτβ.) dècade (θηλ.ουσ)
debellazióne (θηλ.ουσ) decadènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
debilità (θηλ.ουσ) decadentìsmo (ουσ αρσ )
debilitànte (επίθ.) decadentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
debilitàre (ρ. μτβ.) decadentìstico (επίθ.)
debilitarsi (ρ.μ. (αντων.)) decadènza (θηλ.ουσ)
debilitazióne (θηλ.ουσ) decadére (ρ.αμτβ.)
debitaménte (επίρ.) decadiménto (ουσ αρσ )
débito (ουσ αρσ ) decadùto (επίθ.)
débito (επίθ.) decaèdrico (επίθ.)
debitóre (αρσ. επίθ και ουσ) decaèdro (ουσ αρσ )
debitòrio (επίθ.) decaffeinàre (ρ. μτβ.)
débole (ουσ αρσ και θηλ.) decaffeinàto (επίθ.)
débole (επίθ.) decaffeinazióne (θηλ.ουσ)
debolézza (θηλ.ουσ) decaffeinizzàre (ρ. μτβ.)
debolménte (επίρ.) decagonàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: