Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


debolménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [debolˈmente]

1 ανίσχυρα
2 ασθενώς
3 άτονα
4 αδύναμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  debolezza debordare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

debitore (αρσ. επίθ και ουσ)
debitorio (επίθ.)
debole (ουσ αρσ και θηλ.)
debole (επίθ.)
debolezza (θηλ.ουσ)
debolmente (επίρ.)
debordare (ρ.αμτβ.)
deboscia (θηλ.ουσ)
debosciato (ουσ αρσ )
debosciato (επίθ.)
debuttante (ουσ αρσ και θηλ.)
debuttare (ρ.αμτβ.)
debutto (ουσ αρσ )
deca (ουσ αρσ )
deca (θηλ.ουσ)
decade (θηλ.ουσ)
decadente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
decadentismo (ουσ αρσ )
decadentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
decadentistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---