Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebolménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [debolˈmente] 1 ανίσχυρα 2 ασθενώς 3 άτονα 4 αδύναμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |