Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebitóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [debiˈtore] 1 χρεώστης 2 χρεοφειλέτης 3 οφειλέτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |