Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdébole
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole] 1 ασθενές πλάσμα 2 ανήμπορος άνθρωπος 3 αδυναμία 4 αδύνατο σημείο 5 ανθρωπάκι débole επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole] αδύνατος (-η, -ο), αδύναμος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |