débole
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]
1 ασθενές πλάσμα
2 ανήμπορος άνθρωπος
3 αδυναμία
4 αδύνατο σημείο
5 ανθρωπάκι
débole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]
αδύνατος (-η, -ο), αδύναμος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]
1 ασθενές πλάσμα
2 ανήμπορος άνθρωπος
3 αδυναμία
4 αδύνατο σημείο
5 ανθρωπάκι
débole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]
αδύνατος (-η, -ο), αδύναμος (-η, -ο)
permalink
debole (ουσ αρσ και θηλ.)
debole (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android