Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


débole  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]

1 ασθενές πλάσμα
2 ανήμπορος άνθρωπος
3 αδυναμία
4 αδύνατο σημείο
5 ανθρωπάκι

débole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdebole]

αδύνατος (-η, -ο), αδύναμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  debitorio debolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

debitamente (επίρ.)
debito (ουσ αρσ )
debito (επίθ.)
debitore (αρσ. επίθ και ουσ)
debitorio (επίθ.)
debole (ουσ αρσ και θηλ.)
debole (επίθ.)
debolezza (θηλ.ουσ)
debolmente (επίρ.)
debordare (ρ.αμτβ.)
deboscia (θηλ.ουσ)
debosciato (ουσ αρσ )
debosciato (επίθ.)
debuttante (ουσ αρσ και θηλ.)
debuttare (ρ.αμτβ.)
debutto (ουσ αρσ )
deca (ουσ αρσ )
deca (θηλ.ουσ)
decade (θηλ.ουσ)
decadente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---