Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebùtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈbutto] 1 ξεκίνημα 2 αρχή 3 ντεμπούτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |