Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decadiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekadiˈmento]

1 φθορά
2 κατάπτωση
3 μαρασμός
4 αυτόματη διάσπαση πυρήνα (πυρηνική φυσική)
5 παρακμή
6 καταστροφή
7 αποσύνθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decadere decaduto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decadentismo (ουσ αρσ )
decadentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
decadentistico (επίθ.)
decadenza (θηλ.ουσ)
decadere (ρ.αμτβ.)
decadimento (ουσ αρσ )
decaduto (επίθ.)
decaedrico (επίθ.)
decaedro (ουσ αρσ )
decaffeinare (ρ. μτβ.)
decaffeinato (επίθ.)
decaffeinazione (θηλ.ουσ)
decaffeinizzare (ρ. μτβ.)
decagonale (επίθ.)
decagono (ουσ αρσ )
decagrammo (ουσ αρσ )
decalcare (ρ. μτβ.)
decalcificante (επίθ.)
decalcificare (ρ. μτβ.)
decalcificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---