Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecadènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekaˈdɛntsa] 1 πτώση 2 απονέκρωση 3 ξεπεσμός 4 ξόφλημα 5 ξέφτισμα 6 παρακμή 7 μαρασμός 8 κατάπτωση 9 φθορά 10 κατάσχεση 11 άρση 12 εξασθένηση 13 απώλεια 14 εκπεσμός 15 κατάρρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |