Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decaffeinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dekaffejnatˈtsjone]

αφαίρεση καφεΐνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decaffeinato decaffeinizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decaduto (επίθ.)
decaedrico (επίθ.)
decaedro (ουσ αρσ )
decaffeinare (ρ. μτβ.)
decaffeinato (επίθ.)
decaffeinazione (θηλ.ουσ)
decaffeinizzare (ρ. μτβ.)
decagonale (επίθ.)
decagono (ουσ αρσ )
decagrammo (ουσ αρσ )
decalcare (ρ. μτβ.)
decalcificante (επίθ.)
decalcificare (ρ. μτβ.)
decalcificazione (θηλ.ουσ)
decalcomania (θηλ.ουσ)
decalitro (ουσ αρσ )
decalogo (ουσ αρσ )
decamerone (ουσ αρσ )
decametro (ουσ αρσ )
decampare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---