Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decampàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dekamˈpare]

1 παραδίνομαι
2 ξεσηκώνω στρατόπεδο
3 διαλύω στρατόπεδο
4 αφήνω το στρατόπεδο
5 εγκαταλείπω
6 παρατώ
7 φεύγω
8 απομακρύνομαι
9 αποχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decametro decanato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decalcomania (θηλ.ουσ)
decalitro (ουσ αρσ )
decalogo (ουσ αρσ )
decamerone (ουσ αρσ )
decametro (ουσ αρσ )
decampare (ρ.αμτβ.)
decanato (ουσ αρσ )
decano (ουσ αρσ )
decantatore (ουσ αρσ )
decantazione (θηλ.ουσ)
decapaggio (ουσ αρσ )
decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)
decappottabile (επίθ.)
decappottare (ρ. μτβ.)
decarbonatazione (θηλ.ουσ)
decarbonizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---