Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decàpodi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [deˈkapodi]

δεκάποδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decapitazione decappottabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decapaggio (ουσ αρσ )
decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)
decappottabile (επίθ.)
decappottare (ρ. μτβ.)
decarbonatazione (θηλ.ουσ)
decarbonizzare (ρ. μτβ.)
decarburare (ρ. μτβ.)
decarburazione (θηλ.ουσ)
decasillabo (επίθ.)
decastilo (επίθ.)
decathlon (ουσ αρσ )
decathloneta (ουσ αρσ και θηλ.)
decatissaggio (ουσ αρσ )
decatizzare (ρ. μτβ.)
decatleta (ουσ αρσ και θηλ.)
decatlon (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---