Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecarburazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekarburatˈtsjone] 1 εξανθράκωση 2 ξεκαρβούνιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |