Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecemviràle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deʧemviˈrale] 1 μέλος ομάδας δέκα ατόμων 2 μέλος δεκαρχίας της αρχαίας Ρώμης (451-450 πΧ) που έφτιαξε τους πρώτους ρωμαὶκούς νόμους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |