Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decentràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deʧenˈtrare]

1 αποκεντρώνω
2 μεταβιβάζω εξουσίες στην περιφέρεια
3 ασκώ πολιτική αποκέντρωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decentramento decenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decennio (ουσ αρσ )
decente (επίθ.)
decentralizzare (ρ. μτβ.)
decentralizzazione (θηλ.ουσ)
decentramento (ουσ αρσ )
decentrare (ρ. μτβ.)
decenza (θηλ.ουσ)
decerebrare (ρ. μτβ.)
decerebrazione (θηλ.ουσ)
decesso (ουσ αρσ )
decibel (ουσ αρσ )
decidere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
decidersi (ρ.μ. (αντων.))
deciduo (επίθ.)
decifrabile (επίθ.)
deciframento (ουσ αρσ )
decifrare (ρ. μτβ.)
decifratore (ουσ αρσ )
decifrazione (θηλ.ουσ)
decigrammo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---