Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decemviràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deʧemviˈrato]

δεκαρχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decemvirale decemviro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deceduto (επίθ.)
decelerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deceleratore (επίθ.)
decelerazione (θηλ.ουσ)
decemvirale (επίθ.)
decemvirato (ουσ αρσ )
decemviro (ουσ αρσ )
decennale (ουσ αρσ )
decennale (επίθ.)
decenne (ουσ αρσ και θηλ.)
decenne (επίθ.)
decennio (ουσ αρσ )
decente (επίθ.)
decentralizzare (ρ. μτβ.)
decentralizzazione (θηλ.ουσ)
decentramento (ουσ αρσ )
decentrare (ρ. μτβ.)
decenza (θηλ.ουσ)
decerebrare (ρ. μτβ.)
decerebrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---