Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decènne  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈʧɛnne]

1 δεκάχρονο κορίτσι
2 δεκάχρονο αγόρι

decènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈʧɛnne]

1 δεκάχρονος
2 δεκαετής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decennale decennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decemvirale (επίθ.)
decemvirato (ουσ αρσ )
decemviro (ουσ αρσ )
decennale (ουσ αρσ )
decennale (επίθ.)
decenne (ουσ αρσ και θηλ.)
decenne (επίθ.)
decennio (ουσ αρσ )
decente (επίθ.)
decentralizzare (ρ. μτβ.)
decentralizzazione (θηλ.ουσ)
decentramento (ουσ αρσ )
decentrare (ρ. μτβ.)
decenza (θηλ.ουσ)
decerebrare (ρ. μτβ.)
decerebrazione (θηλ.ουσ)
decesso (ουσ αρσ )
decibel (ουσ αρσ )
decidere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
decidersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---