Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decappottàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dekappotˈtabile]

με κουκούλα που ανοιγοκλείνει, κονβερτίμπλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decapodi decappottare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


auto [θηλ.] decappottabile # cabriolet [θηλ. άκλ.] = γκαμπριολέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)
decappottabile (επίθ.)
decappottare (ρ. μτβ.)
decarbonatazione (θηλ.ουσ)
decarbonizzare (ρ. μτβ.)
decarburare (ρ. μτβ.)
decarburazione (θηλ.ουσ)
decasillabo (επίθ.)
decastilo (επίθ.)
decathlon (ουσ αρσ )
decathloneta (ουσ αρσ και θηλ.)
decatissaggio (ουσ αρσ )
decatizzare (ρ. μτβ.)
decatleta (ουσ αρσ και θηλ.)
decatlon (ουσ αρσ )
decedere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---