Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecappottàbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dekappotˈtabile] με κουκούλα που ανοιγοκλείνει, κονβερτίμπλ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauto [θηλ.] decappottabile # cabriolet [θηλ. άκλ.] = γκαμπριολέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |