Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecarburàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dekarbuˈrare] 1 αφαιρώ τον άνθρακα 2 ξεκαρβουνιάζω (κύλινδρο μηχανής) 3 εξανθρακώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |