Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkano]

1 πρύτανης διπλωματικού σώματος
2 κοσμήτορας
3 πρύτανης
4 αρχαιότερο μέλος
5 πρωτοπρεσβύτερος
6 πρωθιερεύς
7 αρχιμανδρίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decanato decantatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decalogo (ουσ αρσ )
decamerone (ουσ αρσ )
decametro (ουσ αρσ )
decampare (ρ.αμτβ.)
decanato (ουσ αρσ )
decano (ουσ αρσ )
decantatore (ουσ αρσ )
decantazione (θηλ.ουσ)
decapaggio (ουσ αρσ )
decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)
decappottabile (επίθ.)
decappottare (ρ. μτβ.)
decarbonatazione (θηλ.ουσ)
decarbonizzare (ρ. μτβ.)
decarburare (ρ. μτβ.)
decarburazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---