Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decantatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekantaˈtore]

1 διάταξη μετάγγισης ή διαχωρισμού
2 φιάλη κρασιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decano decantazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decamerone (ουσ αρσ )
decametro (ουσ αρσ )
decampare (ρ.αμτβ.)
decanato (ουσ αρσ )
decano (ουσ αρσ )
decantatore (ουσ αρσ )
decantazione (θηλ.ουσ)
decapaggio (ουσ αρσ )
decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)
decappottabile (επίθ.)
decappottare (ρ. μτβ.)
decarbonatazione (θηλ.ουσ)
decarbonizzare (ρ. μτβ.)
decarburare (ρ. μτβ.)
decarburazione (θηλ.ουσ)
decasillabo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---