Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecantazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekantatˈtsjone] 1 στράγγισμα 2 διαχωρισμός 3 μετάγγιση 4 φιλτράρισμα 5 σούρωμα 6 διήθηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |