Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decàlitro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkalitro]

δεκάλιτρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decalcomania decalogo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decalcare (ρ. μτβ.)
decalcificante (επίθ.)
decalcificare (ρ. μτβ.)
decalcificazione (θηλ.ουσ)
decalcomania (θηλ.ουσ)
decalitro (ουσ αρσ )
decalogo (ουσ αρσ )
decamerone (ουσ αρσ )
decametro (ουσ αρσ )
decampare (ρ.αμτβ.)
decanato (ουσ αρσ )
decano (ουσ αρσ )
decantatore (ουσ αρσ )
decantazione (θηλ.ουσ)
decapaggio (ουσ αρσ )
decapare (ρ. μτβ.)
decapitare (ρ. μτβ.)
decapitato (επίθ.)
decapitazione (θηλ.ουσ)
decapodi (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---