Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecaffeinàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dekaffejˈnato] χωρίς καφεΐνη, ντεκαφεϊνέ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaffè [αρσ.] decaffeinato = ο ντεκαφεϊνέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |