Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebosciàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deboʃˈʃato] 1 ανήθικος 2 έκλυτος 3 έκδοτος 4 έκφυλος 5 λάγνος 6 ασελγής 7 βιτσιόζος debosciàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deboʃˈʃato] 1 διεφθαρμένος 2 άσωτος 3 παραλυμένος 4 αχαλίνωτος 5 ακόλαστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |