Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebilitàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [debiliˈtare] 1 αδυνατίζω 2 εξαντλώ 3 καταβάλλω 4 εξασθενίζω 5 εξουθενώνω debilitarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [debiliˈtarsi] 1 αδυνατίζω 2 εξασθενώ 3 εξουθενώνομαι 4 καταβάλλομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |