Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdebilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [debiliˈta] 1 αποδυνάμωση 2 καταβολή 3 αδυναμία 4 εξασθένηση 5 εξάντληση 6 καταπόνηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |