Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


débbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdebbjo]

κάψιμο ξερών φυτών για καθαρισμό του χωραφιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  debbiare debellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deambulare (ρ.αμτβ.)
deambulatorio (ουσ αρσ )
deambulazione (θηλ.ουσ)
deamicisiano (επίθ.)
debbiare (ρ. μτβ.)
debbio (ουσ αρσ )
debellare (ρ. μτβ.)
debellazione (θηλ.ουσ)
debilità (θηλ.ουσ)
debilitante (επίθ.)
debilitare (ρ. μτβ.)
debilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
debilitazione (θηλ.ουσ)
debitamente (επίρ.)
debito (ουσ αρσ )
debito (επίθ.)
debitore (αρσ. επίθ και ουσ)
debitorio (επίθ.)
debole (ουσ αρσ και θηλ.)
debole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---