Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdébbio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdebbjo] κάψιμο ξερών φυτών για καθαρισμό του χωραφιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |