Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeambulazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deambulatˈtsjone] 1 περιπλάνηση 2 σουλατσάρισμα 3 περίπατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |