Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛa]

η θεά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dazio deambulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

davvero (επίρ.)
daziare (ρ. μτβ.)
daziario (επίθ.)
daziere (ουσ αρσ )
dazio (ουσ αρσ )
dea (θηλ.ουσ)
deambulare (ρ.αμτβ.)
deambulatorio (ουσ αρσ )
deambulazione (θηλ.ουσ)
deamicisiano (επίθ.)
debbiare (ρ. μτβ.)
debbio (ουσ αρσ )
debellare (ρ. μτβ.)
debellazione (θηλ.ουσ)
debilità (θηλ.ουσ)
debilitante (επίθ.)
debilitare (ρ. μτβ.)
debilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
debilitazione (θηλ.ουσ)
debitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---