Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borsellìno (ουσ αρσ ) bòtta (θηλ.ουσ)
borsèllo (ουσ αρσ ) bottàccio (ουσ αρσ )
borsétta (θηλ.ουσ) bottàio (ουσ αρσ )
borsétto (ουσ αρσ ) bottalàre (ρ. μτβ.)
borsìno (ουσ αρσ ) bottalatùra (θηλ.ουσ)
borsìsta (ουσ αρσ και θηλ.) bottàle (ουσ αρσ )
borsìstico (επίθ.) bottàta (θηλ.ουσ)
borsìte (θηλ.ουσ) bótte (θηλ.ουσ)
boscàglia (θηλ.ουσ) bottéga (θηλ.ουσ)
boscaiòlo (αρσ. επίθ και ουσ) bottegàio (αρσ. επίθ και ουσ)
boscheréccio (επίθ.) botteghìno (ουσ αρσ )
boschétto (ουσ αρσ ) bottìglia (θηλ.ουσ)
boschìvo (επίθ.) bottigliàta (θηλ.ουσ)
bòsco (ουσ αρσ ) bottiglière (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ) bottiglierìa (θηλ.ουσ)
boscóso (επίθ.) bottigliétta (θηλ.ουσ)
bòssa nòva (θηλ.ουσ) bottigliòne (ουσ αρσ )
bòsso (ουσ αρσ ) bottinàio (ουσ αρσ )
bòssolo (ουσ αρσ ) bottìno (ουσ αρσ )
botànica (θηλ.ουσ) bòtto (ουσ αρσ )
botànico (ουσ αρσ ) bottonàio (ουσ αρσ )
botànico (επίθ.) bottoncìno (ουσ αρσ )
botanista (ουσ αρσ και θηλ.) bottóne (ουσ αρσ )
bòtola (θηλ.ουσ) bottonièra (θηλ.ουσ)
bòtolo (ουσ αρσ ) bottonifìcio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: