Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbòssolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔssolo] 1 κάλπη 2 θήκη (φυσιγγιών) 3 πυξίδα (κουτί) 4 κουτί των ζαριών 5 κουτί από ξύλο πύξου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |