Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bòssolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔssolo]

1 κάλπη
2 θήκη (φυσιγγιών)
3 πυξίδα (κουτί)
4 κουτί των ζαριών
5 κουτί από ξύλο πύξου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bosso botanica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bosco (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ)
boscoso (επίθ.)
bossanova (θηλ.ουσ)
bosso (ουσ αρσ )
bossolo (ουσ αρσ )
botanica (θηλ.ουσ)
botanico (ουσ αρσ )
botanico (επίθ.)
botanista (ουσ αρσ και θηλ.)
botola (θηλ.ουσ)
botolo (ουσ αρσ )
botta (θηλ.ουσ)
bottaccio (ουσ αρσ )
bottaio (ουσ αρσ )
bottalare (ρ. μτβ.)
bottalatura (θηλ.ουσ)
bottale (ουσ αρσ )
bottata (θηλ.ουσ)
botte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---