Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbòtolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔtolo] 1 στριμμένος άνθρωπος 2 παλιόσκυλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |