Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbottegàio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [botteˈgajo] 1 πρατηριούχος 2 καταστηματάρχης 3 μαγαζάτορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |