Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bottóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [botˈtone]

το κουμπί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bottoncino bottoniera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attaccare bottone = πιάνω κουβέντα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bottinaio (ουσ αρσ )
bottino (ουσ αρσ )
botto (ουσ αρσ )
bottonaio (ουσ αρσ )
bottoncino (ουσ αρσ )
bottone (ουσ αρσ )
bottoniera (θηλ.ουσ)
bottonificio (ουσ αρσ )
botulinico (επίθ.)
botulino (ουσ αρσ )
botulismo (ουσ αρσ )
bouquet (ουσ αρσ )
boutade (θηλ.ουσ)
boutique (θηλ.ουσ)
bovaro (ουσ αρσ )
bove (ουσ αρσ )
bovile (ουσ αρσ )
bovindo (ουσ αρσ )
bovino (ουσ αρσ )
bovino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---